σωληνοειδεῖς

σωληνοειδεῖς
σωληνοειδής
pipe-shaped
masc/fem acc pl
σωληνοειδής
pipe-shaped
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CONYZA — mas et femina, describitur Hesychio, in voce Κόνυζα: ubi βοτάνην ἄφυλλον vocat feminam, quod tenuia et angusta habeat folia, marem vero ait esse Φυτὸν ἱκανῶς ἔυφυλλον, largiter soliatam. Unde et stramenta farciebant et scopas faciebant. Sed et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αιμοφόρος — ο 1. αυτός μέσα από τον οποίο κυκλοφορεί το αίμα. 2. φρ. «αιμοφόρα αγγεία» (Ανατ.) οι σωληνοειδείς σχηματισμοί, μέσα στους οποίους κυκλοφορεί στον οργανισμό, σε κλειστό σύστημα, το αίμα. Περιλαμβάνουν τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ιδρωτοποιός — ό (Α ἱδρωτοποιός, όν) αυτός που προκαλεί ιδρώτα («ιδρωτοποιοί αδένες» μικροί απλοί σωληνοειδείς αδένες τού σώματος τών θηλαστικών που παράγουν και εκκρίνουν ιδρώτα) …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • μάραθο — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα και μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 2,5 μ. Η επιστημονική του ονομασία είναι Foeniculum vulgare.Είναι γνωστό από την αρχαία εποχή με την ονομασία μ …   Dictionary of Greek

  • ουρητήρας — ο (Α οὐρητήρ, ῆρος) στον πληθ. οι ουρητήρες δύο σωληνοειδείς πόροι που μεταφέρουν τα ούρα από τα νεφρά στην ουροδόχο κύστη αρχ. η ουρήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρῶ + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. αυλη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

  • στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”